- ζυμωτός
- η , ό[ν]1) замешанный на дрожжах; 2) замешанный руками
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζυμωτός — fermented masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυμωτός — ή, ό (Α ζυμωτός, όν) [ζυμώ] αυτός που έχει ζύμη, που έχει υποστεί ζύμωση, ένζυμος νεοελλ. 1. αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια («ζυμωτό ψωμί») 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτό η ποσότητα τών αλεύρων που ζυμώνεται κάθε φορά και η ανάλογη αρτοπαραγωγή … Dictionary of Greek
ζυμωτός — ή, ό αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια: Έφεραν από το χωριό ζυμωτό ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυμωτόν — ζυμωτός fermented masc acc sg ζυμωτός fermented neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυμωτοῦ — ζυμωτός fermented masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυμωτήν — ζυμωτός fermented fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδοζύμωτος — και ροδοζυμωμένος, η, ο, Ν ροδόχρωμος, σαν να είναι ζυμωμένος με ρόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + ζυμωτός / ζυμωμένος (< ζυμώνω), πρβλ. καλο ζύμωτος] … Dictionary of Greek
αζύμωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ζυμώθηκε καθόλου, ο μη ζυμωμένος ή αυτός που δεν ζυμώθηκε αρκετά, ο κακοζυμωμένος 2. αυτός που δεν ζύμωσε 3. (για υγρά) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζυμωτός < ζυμώνω. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
μακτός — μακτός, ή, όν (Α) 1. ζυμωμένος, ζυμωτός 2. (για κατάπλασμα) μαλαγμένος, ζυμωμένος, όχι ψημένος ή βρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα τός] … Dictionary of Greek
ԽՄՈՐՈՒՆ — ( ) NBH 1 0949 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. ζυμωτός fermentatus ζύμη fermentum. Խմորեալ. հասունացեալխմորով, հայս կամ հաց. որ կոչի եւ Խմոր. խմոր ունեցօղ, մայան հասած. ... *Ոչ ուտիցէք խմորուն: աչ ուտիցէք խմորուն: Ո առնիցեք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ένζυμος — η, ο 1. (κυρίως για ψωμί), που έχει γίνει με ζύμη (προζύμι), που περιέχει ζύμη (βλ. λ.), ζυμωτός (αντίθ. άζυμος). 2. το ουδ. ως ουσ., ένζυμο (χημ.), ουσία οργανική, διαλυτή, που παράγεται σε ελάχιστες ποσότητες από ζωντανό οργανισμό και που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)